αθαύμαστος

αθαύμαστος
αθαύμαστος, -η, -ο και αθάμαστος, -η, -ο και αθάμαχτος, -η, -ο
1. αυτός που δε θαυμάζει: Καθόταν κι έβλεπε αθαύμαστος.
2. αυτός που δεν τον θαυμάζουν: Αν πετύχαινε κι αυτή τη φορά, έλπιζε πως δε θα 'μενε αθαύμαστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀθαύμαστος — not wondering at masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθαύμαστος — και αθάμαστος και αθάμαχτος, η, ο (Α ἀθαύμαστος, ον) 1. αυτός που δεν θαυμάστηκε, που δεν μπορεί να προσελκύσει τον θαυμασμό ή να προκαλέσει κατάπληξη 2. (με ενέργ. σημ.) αυτός που δεν θαυμάζει, δεν απορεί ή δεν εκπλήσσεται με κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • ἀθαυμάστως — ἀθαύμαστος not wondering at adverbial ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθαύμαστον — ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem acc sg ἀθαύμαστος not wondering at neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθαυμάστου — ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθαυμάστους — ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθαυμάστῳ — ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθαύμαστα — ἀθαύμαστος not wondering at neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθαύμαστοι — ἀθαύμαστος not wondering at masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθαυμαστί — ἀθαυμαστί επίρρ. (Α) [ἀθαύμαστος] κατά το λεξικό Σούδα «χωρὶς θαύματα» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”